- βουκέντρα
- η , βουκέντρι, βουκέντρον τό стрекало; бодец (обл )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουκέντρα — η μακρύ ραβδί, μυτερό στη μια άκρη, με το οποίο κεντρίζουν τα βόδια: Όλοι οι βοσκοί έχουν κι από μια βουκέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουκέντρα — η και βουκέντρι, το (Μ βουκέντριν, το, Α βούκεντρον, το) μακρύ ξύλινο ραβδί με σιδερένιο αιχμή στο ένα άκρο για να κεντρίζει τα βόδια ώστε να προχωρούν ταχύτερα κατά το όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βουκέντρι < μσν. βουκέντριν < *βουκέντριον … Dictionary of Greek
βούκεντρα — βούκεντρον ox goad neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… … Dictionary of Greek
βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… … Dictionary of Greek
βουκέντης — βουκέντης, ο (Α) 1. αυτός που κεντρίζει τα βόδια κατά το όργωμα 2. η βουκέντρα … Dictionary of Greek
βουκέντρι — το βλ. βουκέντρα … Dictionary of Greek
βουκεντριά — η το χτύπημα με βουκέντρα … Dictionary of Greek
βουπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) 1. η βουκέντρα 2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βουστρόφος — βουοτρόφος, ον (Α) 1. αυτός που οδηγεί τα βόδια κατά το όργωμα 2. το ουδ. ως ουσ. η βουκέντρα … Dictionary of Greek
βούκεντρον — το βλ. βουκέντρα … Dictionary of Greek